1. Λέξη
    μετανιώσω (ρήμα) - (παρόμοια: μετανιώνω - μετανιώσουμε - μεταδώσω - μειώσω - μετανοώ)
  2. Συνώνυμα
    • λυπηθώ
    • θρηνώ
    • μετανοώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαρώ
    • απολαμβάνω
    • ευχαριστιέμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω λύπη ή τύψεις για κάτι που έκανα ή δεν έκανα.
    • Αλλάζω γνώμη μετά από μια πράξη ή απόφαση και νιώθω μετάνοια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά το επεισόδιο, μετανιώνω που δεν σου μίλησα ήρεμα.
    • Θα μετανιώσεις που δεν δέχτηκες αυτή τη δουλειά.
    2