Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μελαγχολία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μελαγχολικός
)
Συνώνυμα
θλίψη
κατήφεια
συνωστισμός
3
Αντώνυμα
ευθυμία
χαρά
εκστασιμότητα
3
Ορισμός
Μια βαθιά και παρατεταμένη θλίψη ή κατάθλιψη.
Μια κατάσταση ψυχικής αδιαθεσίας που χαρακτηρίζεται από λύπη και απαισιοδοξία.
2
Παραδείγματα
Η μελαγχολία του φάνηκε στα μάτια του.
Μετά την απώλεια του αγαπημένου του, βυθίστηκε σε βαθιά μελαγχολία.
2