Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μελαγχολικός (επίθετο) - (παρόμοια:
μελαγχολία
-
σχολικός
)
Συνώνυμα
θλιμμένος
συνεσταλμένος
κατηφής
3
Αντώνυμα
χαρούμενος
ευδιάθετος
ζωηρός
3
Ορισμός
που χαρακτηρίζεται από μελαγχολία ή βαθιά θλίψη
που εκφράζει ή προκαλεί θλίψη ή στεναχώρια
2
Παραδείγματα
Ο μελαγχολικός του ύφος έδειχνε ότι είχε πολλά βάρη στη ζωή του.
Η μελαγχολική μουσική του έκανε όλους να νιώθουν λίγο πιο σοβαροί.
2