1. Λέξη
    μελαγχολικός (επίθετο) - (παρόμοια: μελαγχολία - σχολικός)
  2. Συνώνυμα
    • θλιμμένος
    • συνεσταλμένος
    • κατηφής
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαρούμενος
    • ευδιάθετος
    • ζωηρός
    3
  4. Ορισμός
    • που χαρακτηρίζεται από μελαγχολία ή βαθιά θλίψη
    • που εκφράζει ή προκαλεί θλίψη ή στεναχώρια
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μελαγχολικός του ύφος έδειχνε ότι είχε πολλά βάρη στη ζωή του.
    • Η μελαγχολική μουσική του έκανε όλους να νιώθουν λίγο πιο σοβαροί.
    2