Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεξικανός (επίθετο) - (παρόμοια:
μεξικό
-
ικανός
-
μεξικάνα
)
Συνώνυμα
λατίνος
ισπανόφωνος
2
Αντώνυμα
ελληνικός
ευρωπαϊκός
2
Ορισμός
Ανήκων ή σχετικός με το Μεξικό ή τους κατοίκους του.
Που χαρακτηρίζει τον πολιτισμό, τη γλώσσα ή τα έθιμα του Μεξικού.
2
Παραδείγματα
Ο μεξικανός πολιτισμός είναι πλούσιος και πολύχρωμος.
Τρώω συχνά μεξικανικά πιάτα, όπως τακος και μπουριτό.
2