1. Λέξη
    μεξικανός (επίθετο) - (παρόμοια: μεξικό - ικανός - μεξικάνα)
  2. Συνώνυμα
    • λατίνος
    • ισπανόφωνος
    2
  3. Αντώνυμα
    • ελληνικός
    • ευρωπαϊκός
    2
  4. Ορισμός
    • Ανήκων ή σχετικός με το Μεξικό ή τους κατοίκους του.
    • Που χαρακτηρίζει τον πολιτισμό, τη γλώσσα ή τα έθιμα του Μεξικού.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μεξικανός πολιτισμός είναι πλούσιος και πολύχρωμος.
    • Τρώω συχνά μεξικανικά πιάτα, όπως τακος και μπουριτό.
    2