1. Λέξη
    ικανός (επίθετο) - (παρόμοια: αφρικανός - μεξικανός - ικανότητα - αμερικανός - ισπανός)
  2. Συνώνυμα
    • αρκετός
    • επαρκής
    • κατάλληλος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανεπαρκής
    • ανεπίδεκτος
    • ανίκανος
    3
  4. Ορισμός
    • Έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να εκτελεί κάτι με επιτυχία.
    • Είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε συγκεκριμένες απαιτήσεις ή προκλήσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Είναι ικανός να λύσει οποιοδήποτε πρόβλημα.
    • Χρειάζεται ένας ικανός επαγγελματίας για αυτή τη δουλειά.
    2