Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεταβιβάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
μεταφράζω
)
Συνώνυμα
μεταφέρω
περνώ
εκχωρώ
3
Αντώνυμα
κρατώ
διατηρώ
αποθηκεύω
3
Ορισμός
να μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο
να δίνω ή να περνώ πληροφορίες, γνώση ή ιδιότητα σε κάποιον άλλο
να μεταβιβάζω δικαιώματα ή ιδιοκτησία σε άλλο πρόσωπο
3
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος μεταβίβασε τις γνώσεις του στους μαθητές.
Η εταιρεία μεταβίβασε τα δικαιώματα του προϊόντος σε άλλη εταιρεία.
Μεταβίβασα το μήνυμα στον αδελφό μου όπως μου είπες.
3