Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεταφράζω (ρήμα) - (παρόμοια:
μεταφράσω
-
μεταβιβάζω
-
μεταφραστής
-
μεταφέρω
-
μεταφορά
)
Συνώνυμα
μεταγλωττίζω
ερμηνεύω
αναλύω
3
Αντώνυμα
παραμορφώνω
διαστρεβλώνω
2
Ορισμός
Να μετατρέψω ένα κείμενο ή ομιλία από μια γλώσσα σε μια άλλη.
Να εξηγήσω ή να ερμηνεύσω κάτι με διαφορετικούς όρους.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος μας ζήτησε να μεταφράσουμε την αγγλική πρόταση στα ελληνικά.
Μπορείς να μεταφράσεις αυτό το κείμενο στα γαλλικά;
2