1. Λέξη
    μεταφράζω (ρήμα) - (παρόμοια: μεταφράσω - μεταβιβάζω - μεταφραστής - μεταφέρω - μεταφορά)
  2. Συνώνυμα
    • μεταγλωττίζω
    • ερμηνεύω
    • αναλύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • παραμορφώνω
    • διαστρεβλώνω
    2
  4. Ορισμός
    • Να μετατρέψω ένα κείμενο ή ομιλία από μια γλώσσα σε μια άλλη.
    • Να εξηγήσω ή να ερμηνεύσω κάτι με διαφορετικούς όρους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος μας ζήτησε να μεταφράσουμε την αγγλική πρόταση στα ελληνικά.
    • Μπορείς να μεταφράσεις αυτό το κείμενο στα γαλλικά;
    2