Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μετακινώ (ρήμα) - (παρόμοια:
μετακινούμαι
)
Συνώνυμα
κινώ
μεταφέρω
μεταθέτω
σπρώχνω
4
Αντώνυμα
σταθεροποιώ
ακινητοποιώ
παραμένω
3
Ορισμός
Να αλλάζω τη θέση ενός αντικειμένου ή προσώπου από ένα σημείο σε άλλο.
Να προκαλώ αλλαγή στη φυσική ή μεταφορική θέση κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να μετακινήσουμε το τραπέζι στο άλλο δωμάτιο.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να μετακινήσει τους πρόσφυγες σε ασφαλέστερη περιοχή.
2