1. Λέξη
    μετακινώ (ρήμα) - (παρόμοια: μετακινούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • κινώ
    • μεταφέρω
    • μεταθέτω
    • σπρώχνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • σταθεροποιώ
    • ακινητοποιώ
    • παραμένω
    3
  4. Ορισμός
    • Να αλλάζω τη θέση ενός αντικειμένου ή προσώπου από ένα σημείο σε άλλο.
    • Να προκαλώ αλλαγή στη φυσική ή μεταφορική θέση κάποιου ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να μετακινήσουμε το τραπέζι στο άλλο δωμάτιο.
    • Η κυβέρνηση αποφάσισε να μετακινήσει τους πρόσφυγες σε ασφαλέστερη περιοχή.
    2