Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μετακινούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
μετακινώ
-
κινούμαι
-
συγκινούμαι
)
Συνώνυμα
κινώ
μεταφέρομαι
αλλάζω θέση
μεταβαίνω
4
Αντώνυμα
παραμένω
μένω ακίνητος
σταθεροποιούμαι
3
Ορισμός
Αλλάζω θέση ή τοποθεσία.
Πηγαίνω από ένα μέρος σε άλλο.
Απομακρύνομαι από μια αρχική θέση.
3
Παραδείγματα
Μετακινούμαι συχνά για δουλειά.
Το φορτηγό μετακινήθηκε από τη μία άκρη της πόλης στην άλλη.
Οι διαδηλωτές μετακινούνται προς την πλατεία.
3