1. Λέξη
    μεταμφίεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αμφίεση - μεταμφιέζω - μεταμόρφωση)
  2. Συνώνυμα
    • ενδυμασία
    • στολή
    • ντύσιμο
    3
  3. Αντώνυμα
    • γυμνότητα
    • απογύμνωση
    2
  4. Ορισμός
    • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ντυσίματος με συγκεκριμένα ρούχα για ειδικό σκοπό
    • το σύνολο των ρούχων που φοριέται για να καλυφθεί το σώμα ή για ειδική περίσταση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μεταμφίεση του για το καρναβάλι ήταν πολύ πρωτότυπη.
    • Χρειάστηκε μια ειδική μεταμφίεση για την παράσταση.
    2