1. Λέξη
    μεταμόρφωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μόρφωση - διαμόρφωση - αναμόρφωση - παραμόρφωση - μεταμόσχευση - μεταμφίεση - συμμόρφωση)
  2. Συνώνυμα
    • μετατροπή
    • αλλαγή
    • μετασχηματισμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • στασιμότητα
    • αμεταβλητότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της αλλαγής της μορφής ή της φύσης κάποιου πράγματος.
    • Μια ριζική αλλαγή στην εμφάνιση ή τον χαρακτήρα κάποιου ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μεταμόρφωση της κάμπιας σε πεταλούδα είναι ένα φυσικό φαινόμενο.
    • Η πόλη έχει υποστεί πλήρη μεταμόρφωση τα τελευταία χρόνια.
    2