Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεταμόρφωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μόρφωση
-
διαμόρφωση
-
αναμόρφωση
-
παραμόρφωση
-
μεταμόσχευση
-
μεταμφίεση
-
συμμόρφωση
)
Συνώνυμα
μετατροπή
αλλαγή
μετασχηματισμός
3
Αντώνυμα
στασιμότητα
αμεταβλητότητα
2
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της αλλαγής της μορφής ή της φύσης κάποιου πράγματος.
Μια ριζική αλλαγή στην εμφάνιση ή τον χαρακτήρα κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Η μεταμόρφωση της κάμπιας σε πεταλούδα είναι ένα φυσικό φαινόμενο.
Η πόλη έχει υποστεί πλήρη μεταμόρφωση τα τελευταία χρόνια.
2