Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μετασχηματιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χρηματιστής
)
Συνώνυμα
μετατροπέας
μεταλλακτής
2
Αντώνυμα
σταθεροποιητής
αμετάβλητος
2
Ορισμός
Συσκευή που μετατρέπει την ηλεκτρική ενέργεια από μια μορφή σε άλλη, συνήθως αλλάζοντας την τάση ή το ρεύμα.
Πρόσωπο ή πράγμα που προκαλεί αλλαγή στη μορφή, τη φύση ή το χαρακτήρα κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο μετασχηματιστής στο ηλεκτρικό κύκλωμα αυξάνει την τάση για αποτελεσματική μετάδοση.
Η τέχνη μπορεί να είναι ένας ισχυρός μετασχηματιστής της κοινωνίας.
2