1. Λέξη
    μετασχηματιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χρηματιστής)
  2. Συνώνυμα
    • μετατροπέας
    • μεταλλακτής
    2
  3. Αντώνυμα
    • σταθεροποιητής
    • αμετάβλητος
    2
  4. Ορισμός
    • Συσκευή που μετατρέπει την ηλεκτρική ενέργεια από μια μορφή σε άλλη, συνήθως αλλάζοντας την τάση ή το ρεύμα.
    • Πρόσωπο ή πράγμα που προκαλεί αλλαγή στη μορφή, τη φύση ή το χαρακτήρα κάποιου ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μετασχηματιστής στο ηλεκτρικό κύκλωμα αυξάνει την τάση για αποτελεσματική μετάδοση.
    • Η τέχνη μπορεί να είναι ένας ισχυρός μετασχηματιστής της κοινωνίας.
    2