1. Λέξη
    χρηματιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χρηματιστήριο - χρηματικός - οραματιστής - μετασχηματιστής)
  2. Συνώνυμα
    • επενδυτής
    • χρηματοδότης
    • κεφαλαιούχος
    3
  3. Αντώνυμα
    • δανειολήπτης
    • χρεωστής
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που επενδύει χρήματα σε επιχειρήσεις ή άλλα σχέδια με σκοπό το κέρδος.
    • Άτομο που ασχολείται με τη διαχείριση χρηματοοικονομικών συναλλαγών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο χρηματιστής αγόρασε μεγάλη ποσότητα μετοχών της εταιρείας.
    • Πολλοί χρηματιστές συμμετείχαν στο συνέδριο για νέες επενδυτικές ευκαιρίες.
    2