Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χρηματιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χρηματιστήριο
-
χρηματικός
-
οραματιστής
-
μετασχηματιστής
)
Συνώνυμα
επενδυτής
χρηματοδότης
κεφαλαιούχος
3
Αντώνυμα
δανειολήπτης
χρεωστής
2
Ορισμός
Πρόσωπο που επενδύει χρήματα σε επιχειρήσεις ή άλλα σχέδια με σκοπό το κέρδος.
Άτομο που ασχολείται με τη διαχείριση χρηματοοικονομικών συναλλαγών.
2
Παραδείγματα
Ο χρηματιστής αγόρασε μεγάλη ποσότητα μετοχών της εταιρείας.
Πολλοί χρηματιστές συμμετείχαν στο συνέδριο για νέες επενδυτικές ευκαιρίες.
2