Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεταφραστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μεταφράζω
-
μεταφράσω
)
Συνώνυμα
διερμηνέας
μεταφραστικό
μεταφραστικό προσωπικό
3
Αντώνυμα
αμετάφραστο
πρωτότυπο
2
Ορισμός
Πρόσωπο που μεταφράζει κείμενα ή ομιλίες από μια γλώσσα σε άλλη.
Εφαρμογή ή εργαλείο που εκτελεί αυτόματα μεταφράσεις.
2
Παραδείγματα
Ο μεταφραστής έκανε εξαιρετική δουλειά με το βιβλίο.
Χρησιμοποίησα έναν ηλεκτρονικό μεταφραστή για να καταλάβω το άρθρο.
2