1. Λέξη
    μεταφραστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μεταφράζω - μεταφράσω)
  2. Συνώνυμα
    • διερμηνέας
    • μεταφραστικό
    • μεταφραστικό προσωπικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμετάφραστο
    • πρωτότυπο
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που μεταφράζει κείμενα ή ομιλίες από μια γλώσσα σε άλλη.
    • Εφαρμογή ή εργαλείο που εκτελεί αυτόματα μεταφράσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μεταφραστής έκανε εξαιρετική δουλειά με το βιβλίο.
    • Χρησιμοποίησα έναν ηλεκτρονικό μεταφραστή για να καταλάβω το άρθρο.
    2