Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μετοχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συμμετοχή
)
Συνώνυμα
συμμετοχή
συμμετέχον
μέρος
3
Αντώνυμα
αποχή
απομάκρυνση
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή η κατάσταση του να συμμετέχεις σε κάτι.
Στη γραμματική, μια λέξη που προέρχεται από ένα ρήμα και λειτουργεί ως επίθετο ή ουσιαστικό.
2
Παραδείγματα
Η μετοχή του στη συζήτηση ήταν πολύτιμη.
Στην πρόταση 'Το τρέχον νερό', η λέξη 'τρέχον' είναι μετοχή.
2