1. Λέξη
    μετοχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συμμετοχή)
  2. Συνώνυμα
    • συμμετοχή
    • συμμετέχον
    • μέρος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποχή
    • απομάκρυνση
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η κατάσταση του να συμμετέχεις σε κάτι.
    • Στη γραμματική, μια λέξη που προέρχεται από ένα ρήμα και λειτουργεί ως επίθετο ή ουσιαστικό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μετοχή του στη συζήτηση ήταν πολύτιμη.
    • Στην πρόταση 'Το τρέχον νερό', η λέξη 'τρέχον' είναι μετοχή.
    2