1. Λέξη
    συμμετοχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συμμετρία - συμμετέχω - μετοχή - συμμετέχων - συμμετάσχω)
  2. Συνώνυμα
    • συνεισφορά
    • συμμετοχικότητα
    • συμμετοχικό δικαίωμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποχή
    • αποστασία
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η κατάσταση του να συμμετέχει κανείς σε μια δραστηριότητα ή γεγονός.
    • Το ποσοστό ή το μερίδιο που κατέχει κάποιος σε μια επιχείρηση ή επένδυση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συμμετοχή του στο διαγωνισμό ήταν καθοριστική για την επιτυχία της ομάδας.
    • Έχει μεγάλη συμμετοχή στην εταιρεία, γεγονός που του δίνει σημαντική επιρροή στις αποφάσεις.
    2