Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμμετοχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συμμετρία
-
συμμετέχω
-
μετοχή
-
συμμετέχων
-
συμμετάσχω
)
Συνώνυμα
συνεισφορά
συμμετοχικότητα
συμμετοχικό δικαίωμα
3
Αντώνυμα
αποχή
αποστασία
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή η κατάσταση του να συμμετέχει κανείς σε μια δραστηριότητα ή γεγονός.
Το ποσοστό ή το μερίδιο που κατέχει κάποιος σε μια επιχείρηση ή επένδυση.
2
Παραδείγματα
Η συμμετοχή του στο διαγωνισμό ήταν καθοριστική για την επιτυχία της ομάδας.
Έχει μεγάλη συμμετοχή στην εταιρεία, γεγονός που του δίνει σημαντική επιρροή στις αποφάσεις.
2