1. Λέξη
    μετριόφρων (επίθετο) - (παρόμοια: μετριότητα)
  2. Συνώνυμα
    • σεμνός
    • πειθαρχημένος
    • ταπεινός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αλαζόνας
    • υπερήφανος
    • ασεβής
    3
  4. Ορισμός
    • που δείχνει σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη
    • που χαρακτηρίζεται από μετριοπάθεια και αυτοέλεγχο
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μετριόφρων άνθρωπος δεν επιδεικνύει τις ικανότητές του.
    • Η μετριόφρων συμπεριφορά του τον έκανε αγαπητό στους συναδέλφους του.
    2