1. Λέξη
    μετριότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μεγαλειότητα - αγριότητα - κυριότητα - μετριόφρων - μειονότητα - ματαιότητα - καθαριότητα)
  2. Συνώνυμα
    • ισορροπία
    • σωφροσύνη
    • μέτρο
    3
  3. Αντώνυμα
    • υπερβολή
    • ακραιφνής
    • ασυδοσία
    3
  4. Ορισμός
    • η ιδιότητα του μετρίου, η ποιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι ορθά και σωστά μετρημένο
    • η συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από την αποφυγή των ακραίων και την τήρηση του μέτρου
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μετριότητα στη διατροφή είναι σημαντική για την υγεία.
    • Η μετριότητα του χαρακτήρα του τον έκανε αγαπητό στους φίλους του.
    2