Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μετριότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μεγαλειότητα
-
αγριότητα
-
κυριότητα
-
μετριόφρων
-
μειονότητα
-
ματαιότητα
-
καθαριότητα
)
Συνώνυμα
ισορροπία
σωφροσύνη
μέτρο
3
Αντώνυμα
υπερβολή
ακραιφνής
ασυδοσία
3
Ορισμός
η ιδιότητα του μετρίου, η ποιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι ορθά και σωστά μετρημένο
η συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από την αποφυγή των ακραίων και την τήρηση του μέτρου
2
Παραδείγματα
Η μετριότητα στη διατροφή είναι σημαντική για την υγεία.
Η μετριότητα του χαρακτήρα του τον έκανε αγαπητό στους φίλους του.
2