Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μητροπολιτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
πολιτικός
-
μητρικός
-
πολιτιστικός
)
Συνώνυμα
μητροπολιτικός
αρχιεπισκοπικός
2
Αντώνυμα
επαρχιακός
τοπικός
2
Ορισμός
Σχετικός με τον μητροπολίτη ή τη μητρόπολη.
Ανήκων ή σχετικός με τη δικαιοδοσία ενός μητροπολίτη.
2
Παραδείγματα
Η μητροπολιτικός ναός είναι ένα σημαντικό θρησκευτικό κέντρο.
Ο μητροπολιτικός θρόνος βρίσκεται στην κεντρική εκκλησία της πόλης.
2