Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μητρικός (επίθετο) - (παρόμοια:
μητριά
-
μερικός
-
μητροπολιτικός
-
αντρικός
-
ιατρικός
-
νιτρικός
-
αστρικός
-
πατρικός
-
θεατρικός
-
κεντρικός
-
μηχανικός
-
μηδενικός
)
Συνώνυμα
μητριαίος
μαμαδίσιος
γονικός
3
Αντώνυμα
πατρικός
πατριαίος
2
Ορισμός
που σχετίζεται με τη μητέρα
που χαρακτηρίζει τη σχέση μητέρας και παιδιού
που προέρχεται από τη μητέρα
3
Παραδείγματα
Η μητρική αγκαλιά είναι η πιο ζεστή.
Το μητρικό ένστικτο είναι πολύ ισχυρό.
Η μητρική γλώσσα είναι η πρώτη που μαθαίνει ένα παιδί.
3