Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μητρώο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μητριά
)
Συνώνυμα
κατάλογος
ευρετήριο
λίστα
3
Αντώνυμα
αταξία
αποσύνθεση
2
Ορισμός
Επίσημη λίστα ή καταγραφή προσώπων ή πραγμάτων.
Κατάλογος που περιέχει πληροφορίες για τα μέλη μιας οργάνωσης ή ομάδας.
2
Παραδείγματα
Το μητρώο των φοιτητών περιέχει τα στοιχεία όλων των εγγεγραμμένων.
Κάθε χρόνο ενημερώνεται το μητρώο των μελών του συλλόγου.
2