1. Λέξη
    μητρώο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μητριά)
  2. Συνώνυμα
    • κατάλογος
    • ευρετήριο
    • λίστα
    3
  3. Αντώνυμα
    • αταξία
    • αποσύνθεση
    2
  4. Ορισμός
    • Επίσημη λίστα ή καταγραφή προσώπων ή πραγμάτων.
    • Κατάλογος που περιέχει πληροφορίες για τα μέλη μιας οργάνωσης ή ομάδας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το μητρώο των φοιτητών περιέχει τα στοιχεία όλων των εγγεγραμμένων.
    • Κάθε χρόνο ενημερώνεται το μητρώο των μελών του συλλόγου.
    2