Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μητριά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μητρικός
-
μητρώο
)
Συνώνυμα
θετή μητέρα
δεύτερη μητέρα
2
Αντώνυμα
βιολογική μητέρα
πραγματική μητέρα
2
Ορισμός
Η γυναίκα που παντρεύεται τον πατέρα ενός παιδιού από προηγούμενο γάμο του, χωρίς να είναι η βιολογική μητέρα του.
Η μη βιολογική μητέρα που αναλαμβάνει τη μητρική φροντίδα ενός παιδιού.
2
Παραδείγματα
Η μητριά του προσπάθησε να δημιουργήσει μια καλή σχέση με το παιδί.
Παρόλο που δεν ήταν η βιολογική του μητέρα, η μητριά του τον αγαπούσε σαν δικό της παιδί.
2