Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μηχανάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μηχανή
-
μηχανική
-
μηχανικός
)
Συνώνυμα
ποδήλατο
μοτοσικλέτα
σκούτερ
3
Αντώνυμα
αυτοκίνητο
λεωφορείο
τραμ
3
Ορισμός
Μικρό μηχανοκίνητο όχημα, συνήθως με δύο τροχούς.
Ελαφρύ ποδήλατο με βοηθητικό κινητήρα.
2
Παραδείγματα
Το μηχανάκι του είναι πολύ γρήγορο.
Πήγα στην δουλειά μου με το μηχανάκι σήμερα.
2