1. Λέξη
    μηχανάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μηχανή - μηχανική - μηχανικός)
  2. Συνώνυμα
    • ποδήλατο
    • μοτοσικλέτα
    • σκούτερ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αυτοκίνητο
    • λεωφορείο
    • τραμ
    3
  4. Ορισμός
    • Μικρό μηχανοκίνητο όχημα, συνήθως με δύο τροχούς.
    • Ελαφρύ ποδήλατο με βοηθητικό κινητήρα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το μηχανάκι του είναι πολύ γρήγορο.
    • Πήγα στην δουλειά μου με το μηχανάκι σήμερα.
    2