1. Λέξη
    μικραίνω (ρήμα) - (παρόμοια: μικρή - μικρό)
  2. Συνώνυμα
    • σμικραίνω
    • ελαττώνω
    • μειώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • μεγαλώνω
    • αυξάνω
    • διευρύνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να φαίνεται ή να γίνεται μικρότερο σε μέγεθος, ποσότητα ή σημασία.
    • Χάνω ή κάνω κάποιον να χάσει την αίσθηση της σημασίας ή της αξίας του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο καιρός μικραίνει τα πράγματα όταν τα αφήνουμε έξω.
    • Οι συνεχείς αποτυχίες τον έκαναν να μικραίνει την αξία του.
    2