Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μικραίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
μικρή
-
μικρό
)
Συνώνυμα
σμικραίνω
ελαττώνω
μειώνω
3
Αντώνυμα
μεγαλώνω
αυξάνω
διευρύνω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να φαίνεται ή να γίνεται μικρότερο σε μέγεθος, ποσότητα ή σημασία.
Χάνω ή κάνω κάποιον να χάσει την αίσθηση της σημασίας ή της αξίας του.
2
Παραδείγματα
Ο καιρός μικραίνει τα πράγματα όταν τα αφήνουμε έξω.
Οι συνεχείς αποτυχίες τον έκαναν να μικραίνει την αξία του.
2