1. Λέξη
    μικρή (επίθετο) - (παρόμοια: μικρό - μικρός - μικρού - μικ - μικραίνω - μικρόβιο - μικρούλι)
  2. Συνώνυμα
    • λιγούρα
    • μικροσκοπική
    • σμικρή
    3
  3. Αντώνυμα
    • μεγάλη
    • τεράστια
    • ευρύχωρη
    3
  4. Ορισμός
    • Έχει μικρό μέγεθος ή έκταση.
    • Αναφέρεται σε κάτι που δεν είναι μεγάλο σε ποσότητα ή έκταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μικρή γάτα κοιμόταν στον καναπέ.
    • Ένα μικρό δώρο μπορεί να φέρει μεγάλη χαρά.
    2