Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μικροσκόπιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ωροσκόπιο
-
μικροσκοπικός
-
μικρού
)
Συνώνυμα
φακός
μεγεθυντικός φακός
εξέταση
3
Αντώνυμα
μακροσκόπιο
απεικόνιση
2
Ορισμός
Εργαλείο που χρησιμοποιείται για την μεγέθυνση και παρατήρηση μικροσκοπικών αντικειμένων.
Συσκευή που επιτρέπει την εξέταση λεπτομερειών που δεν είναι ορατές με γυμνό μάτι.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός χρησιμοποίησε το μικροσκόπιο για να εξετάσει το δείγμα αίματος.
Στο εργαστήριο χρησιμοποιούμε μικροσκόπιο για να μελετήσουμε τα κύτταρα.
2