Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ωροσκόπιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μικροσκόπιο
-
στηθοσκόπιο
)
Συνώνυμα
προγνωστικό
μαντείο
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Πρόβλεψη του μέλλοντος, ιδιαίτερα με βάση τη θέση των αστεριών.
Το σύστημα ή η πρακτική της πρόβλεψης γεγονότων με βάση αστρονομικά φαινόμενα.
2
Παραδείγματα
Το ωροσκόπιο του σήμερα προμηνύει μια καλή μέρα για εσένα.
Διάβασα το ωροσκόπιό μου και λέει ότι θα γνωρίσω κάποιον σημαντικό σήμερα.
2