1. Λέξη
    ωροσκόπιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μικροσκόπιο - στηθοσκόπιο)
  2. Συνώνυμα
    • προγνωστικό
    • μαντείο
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Πρόβλεψη του μέλλοντος, ιδιαίτερα με βάση τη θέση των αστεριών.
    • Το σύστημα ή η πρακτική της πρόβλεψης γεγονότων με βάση αστρονομικά φαινόμενα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το ωροσκόπιο του σήμερα προμηνύει μια καλή μέρα για εσένα.
    • Διάβασα το ωροσκόπιό μου και λέει ότι θα γνωρίσω κάποιον σημαντικό σήμερα.
    2