Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μικρούλης (επίθετο) - (παρόμοια:
μικρούλι
-
μικρού
)
Συνώνυμα
μικροσκοπικός
μικρούτσικος
μικροσκοπικός
3
Αντώνυμα
μεγάλος
τεράστιος
γιγάντιος
3
Ορισμός
Πολύ μικρός σε μέγεθος ή έκταση.
Χαϊδευτικός όρος για κάτι ή κάποιον που είναι μικρό σε μέγεθος.
2
Παραδείγματα
Ο μικρούλης σκύλος έτρεχε γύρω από το κήπο.
Η μικρούλα κούκλα ήταν το αγαπημένο της παιχνίδι.
2