Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μισήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
μασήσω
-
μιλήσω
)
Συνώνυμα
απεχθάνομαι
αποστρέφομαι
σιχαίνομαι
3
Αντώνυμα
αγαπώ
συμπαθώ
εκτιμώ
3
Ορισμός
Νιώθω έντονη αντιπάθεια ή αποστροφή για κάποιον ή κάτι.
Δεν αντέχω ή ανέχομαι κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Μισήσω την αδικία και τη βία.
Δεν μπορώ να μισήσω κάποιον χωρίς λόγο.
2