1. Λέξη
    μισήσω (ρήμα) - (παρόμοια: μασήσω - μιλήσω)
  2. Συνώνυμα
    • απεχθάνομαι
    • αποστρέφομαι
    • σιχαίνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγαπώ
    • συμπαθώ
    • εκτιμώ
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω έντονη αντιπάθεια ή αποστροφή για κάποιον ή κάτι.
    • Δεν αντέχω ή ανέχομαι κάποιον ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μισήσω την αδικία και τη βία.
    • Δεν μπορώ να μισήσω κάποιον χωρίς λόγο.
    2