Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μιλήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
μιλήσεις
-
μισήσω
-
φιλήσω
)
Συνώνυμα
ομιλήσω
συνομιλήσω
λαλήσω
3
Αντώνυμα
σιωπήσω
αποσιωπήσω
2
Ορισμός
Να εκφράσω λόγια ή να επικοινωνήσω με κάποιον.
Να αναφερθώ σε κάποιο θέμα ή να συζητήσω.
2
Παραδείγματα
Θα μιλήσω μαζί του για το πρόβλημα.
Αύριο θα μιλήσω στην συνάντηση.
2