Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μοιράζω (ρήμα) - (παρόμοια:
μοιάζω
-
μοιράζομαι
)
Συνώνυμα
διανέμω
κατανέμω
μερώνω
3
Αντώνυμα
συγκεντρώνω
κρατώ
2
Ορισμός
Να δίνω σε διάφορα άτομα ή μέρη ένα σύνολο πραγμάτων ή ποσοτήτων.
Να μοιράζω κάτι σε άλλους, να το διανέμω.
Να χωρίζω κάτι σε μέρη ή τμήματα.
3
Παραδείγματα
Θα μοιράσω τις γλυκίες στους φίλους μου.
Ο δάσκαλος μοιράζει τα φυλλάδια στους μαθητές.
Πρέπει να μοιράσουμε τις ευθύνες μεταξύ μας.
3