1. Λέξη
    μοιράζομαι (ρήμα) - (παρόμοια: μοιράζω - ταράζομαι - ξεβράζομαι - κουράζομαι - αγοράζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • διανέμω
    • κατανέμω
    • μερώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρατάω
    • συγκεντρώνω
    • κρατώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να δίνω ή να μοιράζω κάτι σε πολλά άτομα ή μέρη.
    • Να μοιράζομαι κάτι με κάποιον, να το έχω κοινό μαζί του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μοιράζομαι τα γλυκά με τους φίλους μου.
    • Μοιράζομαι τα έξοδα του ταξιδιού με την αδερφή μου.
    2