Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μολύβι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μολύνω
)
Συνώνυμα
στυλό
γραφίδα
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα εργαλείο γραφής που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία γραμμών σε χαρτί, συνήθως αποτελούμενο από γραφίτη περικλειόμενο σε ξύλινο περίβλημα.
Μια λεπτή ράβδος από γραφίτη ή άλλο υλικό που χρησιμοποιείται για σχεδίαση ή γραφή.
2
Παραδείγματα
Χρειάζομαι ένα μολύβι για να γράψω τις σημειώσεις μου.
Το μολύβι έσπασε όταν προσπάθησα να το ξεκόψω.
2