1. Λέξη
    μολύβι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μολύνω)
  2. Συνώνυμα
    • στυλό
    • γραφίδα
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα εργαλείο γραφής που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία γραμμών σε χαρτί, συνήθως αποτελούμενο από γραφίτη περικλειόμενο σε ξύλινο περίβλημα.
    • Μια λεπτή ράβδος από γραφίτη ή άλλο υλικό που χρησιμοποιείται για σχεδίαση ή γραφή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Χρειάζομαι ένα μολύβι για να γράψω τις σημειώσεις μου.
    • Το μολύβι έσπασε όταν προσπάθησα να το ξεκόψω.
    2