Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μολύνω (ρήμα) - (παρόμοια:
μολύνομαι
-
μολύνεται
-
μολύβι
)
Συνώνυμα
βρωμίζω
λεκιάζω
μοσχοβολώ
3
Αντώνυμα
καθαρίζω
απολυμαίνω
αποστειρώνω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι βρώμικο ή μη καθαρό.
Επηρεάζω αρνητικά την ποιότητα ή την αγνότητα κάποιου ή κάτι.
Μολύνω τον αέρα, το νερό ή το έδαφος με επιβλαβείς ουσίες.
3
Παραδείγματα
Η βιομηχανική παραγωγή μπορεί να μολύνει τα νερά του ποταμού.
Η κακή συμπεριφορά του μόλυνε την ατμόσφαιρα της ομάδας.
Οι βιομηχανικές εκπομπές μολύνουν τον αέρα που αναπνέουμε.
3