Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μοναξιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μοναχή
)
Συνώνυμα
ερημιά
απομόνωση
αποξένωση
3
Αντώνυμα
συντροφιά
κοινωνικότητα
ενότητα
3
Ορισμός
Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος βρίσκεται μόνος, χωρίς παρέα ή συντροφιά.
Η αίσθηση της έλλειψης επαφής ή σύνδεσης με άλλους ανθρώπους.
2
Παραδείγματα
Η μοναξιά μπορεί να είναι πολύ βαθιά σε μεγάλες πόλεις.
Αισθάνθηκε μια βαθιά μοναξιά όταν έφυγαν όλοι οι φίλοι του.
2