1. Λέξη
    μοναχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μοναχός - μοναχικός - μοναχογιός - μοναχοκόρη - μοναξιά - μοναχοπαίδι)
  2. Συνώνυμα
    • ερημίτρια
    • ασκητική
    • αναχωρητρια
    3
  3. Αντώνυμα
    • κοσμική
    • κοινωνική
    2
  4. Ορισμός
    • Γυναίκα που ζει σε μοναστήρι και αφιερώνει τη ζωή της στη θρησκευτική ασκητική και προσευχή.
    • Γυναίκα που ζει απομονωμένη από τον κόσμο, ακολουθώντας έναν ασκητικό τρόπο ζωής.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μοναχή αφιέρωσε τη ζωή της στη λατρεία του Θεού.
    • Στο μοναστήρι ζουν πολλές μοναχές που ακολουθούν τον ασκητικό βίο.
    2