1. Λέξη
    μπαινοβγαίνω (ρήμα) - (παρόμοια: μπαίνω)
  2. Συνώνυμα
    • μπαίνω και βγαίνω
    • έρχομαι και φεύγω
    • κυκλοφορώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • μένω
    • παραμένω
    • εγκαθίσταμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Επαναλαμβανόμενη κίνηση εισόδου και εξόδου από έναν χώρο.
    • Συνεχής μετακίνηση σε διάφορα μέρη χωρίς να σταματάω κάπου συγκεκριμένα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τον τελευταίο καιρό μπαινοβγαίνω συνεχώς στο νοσοκομείο για να επισκέπτομαι τον παππού μου.
    • Δεν μπορώ να σε βρω, μπαινοβγαίνεις από το γραφείο όλη την ώρα.
    2