Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπαινοβγαίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
μπαίνω
)
Συνώνυμα
μπαίνω και βγαίνω
έρχομαι και φεύγω
κυκλοφορώ
3
Αντώνυμα
μένω
παραμένω
εγκαθίσταμαι
3
Ορισμός
Επαναλαμβανόμενη κίνηση εισόδου και εξόδου από έναν χώρο.
Συνεχής μετακίνηση σε διάφορα μέρη χωρίς να σταματάω κάπου συγκεκριμένα.
2
Παραδείγματα
Τον τελευταίο καιρό μπαινοβγαίνω συνεχώς στο νοσοκομείο για να επισκέπτομαι τον παππού μου.
Δεν μπορώ να σε βρω, μπαινοβγαίνεις από το γραφείο όλη την ώρα.
2