1. Λέξη
    μπαλέτο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μπαλιά)
  2. Συνώνυμα
    • μπαλέτα
    • μπαλέτ
    • χορός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακινησία
    • αδράνεια
    2
  4. Ορισμός
    • Μια μορφή χορού που χαρακτηρίζεται από ευγενή και ακριβή κινήσεις, συχνά με συνοδεία μουσικής.
    • Μια θεατρική παράσταση που βασίζεται σε αυτή τη μορφή χορού.
    • Μια ομάδα χορευτών που ειδικεύεται σε αυτόν τον χορό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η μικρή κοπέλα ονειρευόταν να γίνει μπαλαρίνα και να χορέψει σε διάσημα μπαλέτα.
    • Το εθνικό μπαλέτο θα παρουσιάσει μια νέα παραγωγή αυτό το χειμώνα.
    • Το μπαλέτο του Τσαϊκόφσκι 'Ο Καρυοθραύστης' είναι πολύ δημοφιλές κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων.
    3