Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπαλιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μπαλτάς
-
μπαλέτο
-
μπαλόνι
-
μπαλάκι
-
μπακαλιάρος
)
Συνώνυμα
βολή
ρίψη
πέταγμα
3
Αντώνυμα
λήψη
παραλαβή
2
Ορισμός
Η ενέργεια του ρίχνου ή πετάω κάτι με δύναμη.
Στο σπορ, η ενέργεια του να ρίχνεις μια μπάλα προς κάποιον ή κάπου.
2
Παραδείγματα
Η μπαλιά του τενίστα ήταν τόσο δυνατή που ο αντίπαλος δεν μπόρεσε να την επιστρέψει.
Έριξε μια μπαλιά με το χέρι για να φτάσει την μπάλα στον φίλο του.
2