Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπεζ (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μπελ
-
μπεθ
-
μπεκ
-
μπεν
-
μπερν
-
μπερέ
)
Συνώνυμα
μπεζέ
μπεζάκι
μπεζούλι
3
Αντώνυμα
χρωματιστό
πολύχρωμο
2
Ορισμός
Χωρίς χρώμα, αδιάφορο, χωρίς ενδιαφέρον.
Ανοιχτό καφέ χρώμα.
2
Παραδείγματα
Το δωμάτιο ήταν βαμμένο σε μπεζ, δίνοντας μια νοθευμένη αίσθηση.
Η φούστα της ήταν μπεζ, πολύ απλή για τα γούστα μου.
2