Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπερέ (επίθετο) - (παρόμοια:
μπερέτα
-
μπερν
-
μπερνς
-
μπερντ
-
μπερτς
-
μπερνέτ
-
μπεθ
-
μπεν
-
μπεκ
-
μπεζ
-
μπελ
-
μπερδέψω
-
μπερδεύω
-
μπιμπερό
-
μπάρμπερ
)
Συνώνυμα
άσχημος
δυσάρεστος
άκομψος
3
Αντώνυμα
όμορφος
ευχάριστος
κομψός
3
Ορισμός
Που δεν είναι ευχάριστος στην όψη ή στην αίσθηση.
Που προκαλεί δυσαρέσκεια ή αποστροφή.
2
Παραδείγματα
Αυτό το σπίτι είναι πολύ μπερέ, χρειάζεται ανακαίνιση.
Η συμπεριφορά του ήταν μπερέ και μας έκανε να νιώσουμε άβολα.
2