1. Λέξη
    μπερέτα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μπερέ - μπερν - μπερτς - μπερντ - μπερνς)
  2. Συνώνυμα
    • μπετόν
    • μπερές
    • μπερέ
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρό, συνήθως μεταλλικό, αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να κρατάει μαζεμένα μαλλιά.
    • Είδος καρφίτσας με διακοσμητικό κεφάλι που χρησιμοποιείται για να στερεώνει τα μαλλιά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έβαλε μια μπερέτα στα μαλλιά της για να μην της πέφτουν στα μάτια.
    • Η μπερέτα της ήταν διακοσμημένη με μικρές πέρλες.
    2