Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπιμπερό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μπερέ
-
μπερν
)
Συνώνυμα
πιπίστρα
πιπίλα
σοφτ μπιμπερό
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μια μικρή συσκευή που χρησιμοποιείται για να τρέφονται τα μωρά με υγρό τρόφιμο, συνήθως γάλα.
Ένα παιχνίδι ή αντικείμενο που μοιάζει με μπιμπερό και χρησιμοποιείται για ψυχαγωγία.
2
Παραδείγματα
Η μητέρα έδωσε στο μωρό το μπιμπερό με το γάλα.
Το μωρό παίζει με το μπιμπερό του σαν παιχνίδι.
2