1. Λέξη
    μπλέξιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πλέξιμο - μπλέξω)
  2. Συνώνυμα
    • εμπλοκή
    • δυσκολία
    • πρόβλημα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευκολία
    • απλότητα
    • λύση
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση ή η πράξη που περιλαμβάνει δυσκολίες ή προβλήματα.
    • Μια περίπλοκη ή δύσκολη κατάσταση που απαιτεί προσπάθεια για να λυθεί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το μπλέξιμο με τα χαρτιά του κράτους μπορεί να είναι πολύ κουραστικό.
    • Μπήκε σε ένα μεγάλο μπλέξιμο με τους φίλους του.
    2