1. Λέξη
    πλέξιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μπλέξιμο)
  2. Συνώνυμα
    • κέντημα
    • πλεξούδα
    • διάπλεξη
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεδίπλωμα
    • ξεμπλέξιμο
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλέκω, δηλαδή η δημιουργία ενός υφάσματος ή ενός σχεδίου με τη χρήση βελόνων ή κροσέ.
    • Το τεχνικό της ύφανσης ή της δημιουργίας ενός πλεκτού υλικού.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το πλέξιμο της κουβέρτας πήρε πολλές ώρες.
    • Μου αρέσει το πλέξιμο γιατί με ηρεμεί.
    2