Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπλακάουτ (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μπλακ
-
μπλα
)
Συνώνυμα
διακοπή ρεύματος
σβήσιμο
2
Αντώνυμα
ενεργοποίηση
λειτουργία
2
Ορισμός
Η προσωρινή διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
Μια κατάσταση όπου δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα σε μια περιοχή.
2
Παραδείγματα
Το μπλακάουτ κράτησε όλη τη νύχτα λόγω της κακοκαιρίας.
Κατά τη διάρκεια του μπλακάουτ, χρησιμοποιήσαμε κεριά για φωτισμό.
2