1. Λέξη
    μπολ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μπέιζμπολ - μπος - μπομ - μπολόνια - μπουκ - μποντ - μπορώ - μπουθ)
  2. Συνώνυμα
    • κύπελλο
    • γυάλα
    • δοχείο
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυλινδρικό σχήματος, που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση, το σερβίρισμα ή την παρασκευή τροφίμων.
    • Στην αθλητική ορολογία, αναφέρεται σε μια μεγάλη αθλητική διοργάνωση ή το τρόπαιο που απονέμεται σε αυτήν.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έβαλε τη σαλάτα σε ένα γυάλινο μπολ.
    • Η ομάδα κέρδισε το μπολ του πρωταθλήματος.
    2