Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπολ (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μπέιζμπολ
-
μπος
-
μπομ
-
μπολόνια
-
μπουκ
-
μποντ
-
μπορώ
-
μπουθ
)
Συνώνυμα
κύπελλο
γυάλα
δοχείο
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυλινδρικό σχήματος, που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση, το σερβίρισμα ή την παρασκευή τροφίμων.
Στην αθλητική ορολογία, αναφέρεται σε μια μεγάλη αθλητική διοργάνωση ή το τρόπαιο που απονέμεται σε αυτήν.
2
Παραδείγματα
Έβαλε τη σαλάτα σε ένα γυάλινο μπολ.
Η ομάδα κέρδισε το μπολ του πρωταθλήματος.
2