Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπορέσω (ρήμα) - (παρόμοια:
μπορώ
-
φορέσω
-
μπορεί
)
Συνώνυμα
θα καταφέρω
θα τα καταφέρω
θα μπορώ
3
Αντώνυμα
δεν θα μπορώ
δεν θα καταφέρω
2
Ορισμός
Να έχω την ικανότητα ή τη δυνατότητα να κάνω κάτι.
1
Παραδείγματα
Ελπίζω ότι θα μπορέσω να τελειώσω τη δουλειά πριν το βράδυ.
Αν με βοηθήσεις, μπορέσω να πετύχω τον στόχο μου.
2