1. Λέξη
    μπορέσω (ρήμα) - (παρόμοια: μπορώ - φορέσω - μπορεί)
  2. Συνώνυμα
    • θα καταφέρω
    • θα τα καταφέρω
    • θα μπορώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • δεν θα μπορώ
    • δεν θα καταφέρω
    2
  4. Ορισμός
    • Να έχω την ικανότητα ή τη δυνατότητα να κάνω κάτι.
    1
  5. Παραδείγματα
    • Ελπίζω ότι θα μπορέσω να τελειώσω τη δουλειά πριν το βράδυ.
    • Αν με βοηθήσεις, μπορέσω να πετύχω τον στόχο μου.
    2