Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φορέσω (ρήμα) - (παρόμοια:
φορέας
-
μπορέσω
)
Συνώνυμα
φορώ
ενδύομαι
βάζω
3
Αντώνυμα
ξεφορτώνω
βγάζω
2
Ορισμός
Να φοράω κάτι πάνω μου, να έχω κάτι πάνω μου ως ένδυμα ή κάλυμμα.
Να φέρω κάτι πάνω μου, να μεταφέρω.
2
Παραδείγματα
Σήμερα θα φορέσω το καινούριο μου παλτό.
Οι εργάτες φορούσαν κράνη για ασφάλεια.
2