1. Λέξη
    φορέσω (ρήμα) - (παρόμοια: φορέας - μπορέσω)
  2. Συνώνυμα
    • φορώ
    • ενδύομαι
    • βάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεφορτώνω
    • βγάζω
    2
  4. Ορισμός
    • Να φοράω κάτι πάνω μου, να έχω κάτι πάνω μου ως ένδυμα ή κάλυμμα.
    • Να φέρω κάτι πάνω μου, να μεταφέρω.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Σήμερα θα φορέσω το καινούριο μου παλτό.
    • Οι εργάτες φορούσαν κράνη για ασφάλεια.
    2