Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μποτιλιάρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μπλοκάρισμα
)
Συνώνυμα
αποκλεισμός
φραγή
μπλοκάρισμα
3
Αντώνυμα
άνοιγμα
διάνοιγμα
εκκένωση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μποτιλιαρίσματος, δηλαδή η δημιουργία συμφόρησης ή εμπόδιου στην κυκλοφορία.
Η κατάσταση όπου η κίνηση σε ένα δρόμο ή περιοχή είναι πολύ πυκνή, με αποτέλεσμα μεγάλες καθυστερήσεις.
2
Παραδείγματα
Το μποτιλιάρισμα στο κέντρο της πόλης κράτησε πάνω από δύο ώρες.
Λόγω του μποτιλιαρίσματος, πολλοί οδηγοί έπρεπε να βρουν εναλλακτικές διαδρομές.
2