1. Λέξη
    μποτιλιάρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μπλοκάρισμα)
  2. Συνώνυμα
    • αποκλεισμός
    • φραγή
    • μπλοκάρισμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • άνοιγμα
    • διάνοιγμα
    • εκκένωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μποτιλιαρίσματος, δηλαδή η δημιουργία συμφόρησης ή εμπόδιου στην κυκλοφορία.
    • Η κατάσταση όπου η κίνηση σε ένα δρόμο ή περιοχή είναι πολύ πυκνή, με αποτέλεσμα μεγάλες καθυστερήσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το μποτιλιάρισμα στο κέντρο της πόλης κράτησε πάνω από δύο ώρες.
    • Λόγω του μποτιλιαρίσματος, πολλοί οδηγοί έπρεπε να βρουν εναλλακτικές διαδρομές.
    2